- δύσιππος
- δύσιππος, -ον (Α)(για χώρο) ο ακατάλληλος για ιππασία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δύσιππος — hard to ride in masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσιππον — δύσιππος hard to ride in masc/fem acc sg δύσιππος hard to ride in neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσίππου — δύσιππος hard to ride in masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσιππα — δύσιππος hard to ride in neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δύσιπποι — δύσιππος hard to ride in masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι … Dictionary of Greek